σαρκοφάγος

σαρκοφάγος
Νεκρική λάρνακα λίθινη ή πήλινη, σε χρήση από την προϊστορική εποχή ως το Μεσαίωνα. Οι πρώτες σ. εμφανίζονται στην Αίγυπτο κατά την 3η π.Χ. χιλιετία: είναι ξύλινες κιβωτιόσχημες, με ζωγραφική ή πλαστική διακόσμηση, ή ανθρωποειδείς με κάλυμμα που απεικόνιζα τα χαρακτηριστικά του νεκρού. Από την Αίγυπτο η σ. διαδόθηκε, με μικρές παραλλαγές, σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Η σ. δε χρησιμοποιήθηκε στον κρητομυκηναϊκό πολιτισμό· μια ιδιαίτερη κατηγορία σ. αποτελούν οι κρητικές λάρνακες, πήλινες με ζωγραφικό διάκοσμο, στις οποίες τα σώματα των νεκρών τοποθετούνταν σε συσπειρωμένη στάση· από την Αγία Τριάδα προέρχεται ωστόσο μια περίφημη λίθινη σ., πλούσια διακοσμημένη με λατρευτικές σκηνές. Στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκαν ξύλινες και πήλινες σ.: χαρακτηριστική είναι η σειρά των πήλινων τραπεζοειδών σ. των Κλαζομενών, του 6ου αι. π.Χ. Στη Συρία ήταν διαδομένος ο τύπος της ανθρωπόμορφης λίθινης σ. (περίφημες είναι της Σιδώνας), τον οποίο συναντάμε επίσης και στις φοινικικές νεκροπόλεις. Στην Ελλάδα δημιουργείται ο τύπος της μαρμάρινης σ. με αρχιτεκτονική μορφή, που έχει στέγη με διπλή υδρορροή, θριγκό, ακρωτήρια και κοσμείται συνήθως με ανάγλυφες παραστάσεις (σαρκοφάγος των Αμαζόνων, σαρκοφάγος της νεκρόπολης της Σιδώνας του 4ου αι. π.Χ., καθαρά αττικής τέχνης, μεταξύ των οποίων περίφημη είναι εκείνη του Αλέξανδρου). Στην Ετρουρία τον 6o και 5o αι. π.Χ. κυριαρχεί η σ. κλίνη· αλλά με την εγκατάλειψη της καύσης των νεκρών και την επιστροφή στην ταφή διαδίνονται οι λίθινες σ. Τα καλύμματα αποτελούν ένα συνδυασμό του αρχιτεκτονικού τύπου και του τύπου νεκρικής κλίνης με το νεκρό και τη σύζυγό του ξαπλωμένη επάνω της. Ο τελευταίος αυτός τύπος ετρουσκικής σ. επικράτησε ως την εποχή του Αύγουστου και άσκησε αναμφισβήτητη επίδραση στην τέχνη της ρωμαϊκής προσωπογραφίας. Οι πρώτες ρωμαϊκές σ. ανάγονται στον 3o αι. π.Χ. και είναι λίθινες σε σχήμα βωμού. Είναι συνήθως διακοσμημένες στις τρεις πλευρές τους με μυθολογικές σκηνές, και είναι φανερή σ’ αυτές η ετρουσκική επίδραση. Μετά το 2o αι. μ.Χ., οπότε εγκαταλείφθηκε η συνήθεια της καύσης, η σ. αποκτά μεγάλη διάδοση στο ρωμαϊκό κόσμο: χαρακτηριστικοί αυτής της περιόδου είναι οι ληνοί, στολισμένοι με προτομές λεόντων. Τον 3o αι. η πλαστική διακόσμηση των σαρκοφάγων εξελίσσεται προς μορφές λιγότερο οργανικές, με φωτοσκιάσεις που προαναγγέλλουν την τεχνοτροπία της όψιμης αρχαιότητας. Στον 3o αι. ανάγονται και οι πρώτες χριστιανικές σ. που αρχικά παρουσιάζουν στενή συγγένεια όσον αφορά την τεχνοτροπία και τη θεματογραφία με τις εθνικές. Στα μέσα του 4ου αι. κυριαρχεί πάλι η σ. με αρχιτεκτονική μορφή, ανατολικού τύπου, που χωρίζεται σε 5 ή 7 κόγχες, ενώ η θεματογραφία αποκτά ολοένα και περισσότερο συμβολικό - θρησκευτικό χαρακτήρα. Στη Ρώμη η παραγωγή σ. σταματά τον 5o αι., αλλά σημαντικά εργαστήρια συναντιούνται έναν αιώνα αργότερα, στο Μώάνο και στη Ραβέννα, όπου οι σ. παρουσιάζουν μια αυστηρή αρχιτεκτονική δομή και κοσμούνται με συμβολικές παραστάσεις. Ενώ ολόκληρο το Μεσαίωνα η σ. ακολουθεί τα πρότυπα της όψιμης αυτοκρατορικής περιόδου (η επίδραση της Κωνσταντινούπολης σπάνια παρατηρείται), κατά την Αναγέννηση οι σ. εμπνέονται από την κλασική αρχαιότητα. Αιγυπτιακή σαρκοφάγος από ξύλο. Στο κάλυμμα της απεικονίζονται τα χαρακτηριστικά του προσώπου του νεκρού (Μουσείο Λούβρου, Παρίσι). Σαρκοφάγος 3ου - 4ου αι. μ.Χ. (Φθιώτιδες Θήβες). Το κάτω μισό της ολόχρησης σαρκοφάγου του Ακετανόν, που εκτίθεται στο Μουσείο του Καΐρου (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
-ο / σαρκοφάγος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που τρώει σάρκες, που τρέφεται με σάρκες, σαρκοβόρος («καὶ τὰ μὲν σαρκοφάγα, τὰ δὲ καρποφάγα», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η σαρκοφάγος
(στην αρχ. Ελλ.) μαρμάρινη ή πήλινη λάρνακα για την εναπόθεση νεκρών, νεκροθήκη
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαρκοφάγα
ζωολ. α) (με ευρεία έννοια) όλα τα ζώα που τρέφονται κυρίως ή κατ
αποκλειστικότητα με σάρκες ή με άλλα ζώα
β) τάξη θηλαστικών με 248 αρτίγονα είδη κατανεμημένα σε 100 περίπου γένη και 7 οικογένειες, τα οποία τρέφονται γενικά με σάρκες, μολονότι ορισμένα από αυτά, όπως λ.χ. το μεγάλο πάντα, τρέφονται αποκλειστικά με φυτά
αρχ.
αυτός που τρώγει ανθρώπινες σάρκες, ανθρωποφάγος, κανίβαλος
2. φρ. «λίθος σαρκοφάγος» — είδος τιτανιούχου λίθου τού οποίου η καλύτερη ποικιλία βρισκόταν κοντά στην Άσσο τής Τρωάδας και το οποίο θεωρούσαν αξιόλογο για την ιδιότητά του να καταστρέφει εντελώς τη σάρκα τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φάγος* (πρβλ. χορτο-φάγος). Τη λ., με τη σημ. «νεκροθήκη», δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. sarcophagus) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. sarcophage, αγγλ. sarcophagus)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σαρκοφάγος — eating flesh masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοφάγος — α, ο αυτός που τρώει σάρκες: Σαρκοφάγα ζώα. η μαρμάρινη ή πήλινη θήκη για νεκρούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλεξάνδρου, σαρκοφάγος — Αττική μαρμάρινη σαρκοφάγος που βρέθηκε στη Σιδώνα το 1887. Χρονολογείται γύρω στο 320 π.Χ. και στις ανάγλυφες παραστάσεις της διακρίνεται η μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφάγοις — σαρκόφαγος eating flesh masc/fem/neut dat pl σαρκοφάγος eating flesh masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοφάγον — σαρκοφάγος eating flesh masc/fem acc sg σαρκοφάγος eating flesh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοφάγου — σαρκόφαγος eating flesh masc/fem/neut gen sg σαρκοφάγος eating flesh masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοφάγους — σαρκόφαγος eating flesh masc/fem acc pl σαρκοφάγος eating flesh masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοφάγων — σαρκόφαγος eating flesh masc/fem/neut gen pl σαρκοφάγος eating flesh masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοφάγῳ — σαρκόφαγος eating flesh masc/fem/neut dat sg σαρκοφάγος eating flesh masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοφάγα — σαρκοφάγος eating flesh neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”